- σύνοπλος
- -ον, Ασύμμαχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνοπλος — under arms together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοπλον — σύνοπλος under arms together masc/fem acc sg σύνοπλος under arms together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόπλους — σύνοπλος under arms together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόπλῳ — σύνοπλος under arms together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοπλοι — σύνοπλος under arms together masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
ԶԻՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0734 Chronological Sequence: Unknown date, 12c ա. σύνοπλος socius armorum Զինուք մարտակից. պատերազմակից. *Զինակից ունելով մեզ զճշմարտութիւնն. Պրպմ. ՟Լ՟Ը: *Որ նորա են զինակից. Լմբ. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξύνοπλα — σύνοπλα , σύνοπλος under arms together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)